the
end of a love affair
Ήταν
κακόκεφος κι ένιωθε ένα δυσοίωνο βάρος δεξιά, κάτω από τα πλευρά του. Τα αγγεία
στη μύτη του μπερδεύονταν σαν κόκκινο πλεκτό παρατημένο. Η ιστορία αρχίζει εκείνο
το βράδυ του Μάη που έστριβε σκυφτός ένα τσιγάρο, στο πεζοδρόμιο ενός μπαρ. Ο
φίλος του τού μιλούσε για την κοινωνική εξέγερση, μα εκείνος τα είχε αφήσει
πίσω του όλα αυτά. Παρήγγειλε ένα ουίσκυ να ραντίσει κι άλλο την πληγή του,
εκεί δεξιά. Είχε χάσει τη γεύση του απ’ το πολύ αλκοόλ και πια το έπινε μόνο
για την επίδραση. Για να βαρύνουν τα μάτια, για να λυθούν οι τένοντες, για να
μην ακούει την ίδια του τη φωνή μες στη σπηλιά του.
Κάπου
στο έκτο ή έβδομο ποτό, ο φίλος του που είχε αφήσει κατά μέρος τα περί ταξικής
πάλης, τού σύστησε να το ρίξει στο τσάι. Ήξερε μια πολύ αρωματική, ντελικάτη
και βαριά συγχρόνως ποικιλία. Την επομένη, θα του έφερνε να δοκιμάσει. Έπρεπε
να περιορίσει το οινόπνευμα. Εκείνος ούτε που απάντησε.
Όταν
όμως την επαύριο, στο ίδιο μέρος, αντίκρισε το ξύλινο κουτάκι που κράδαινε ο
φίλος του, για πρώτη φορά τέντωσε το λαιμό του κι ανακάθισε. «Για φέρ’ το εδώ
αυτό», είπε με τη γνωστή, δήθεν αδιάφορη αντρική φωνή. Έβγαλε το καπάκι το
οποίο έτριξε λίγο στην αρχή, μα που μετά αφέθηκε στην επιθυμία των χεριών του
να το ανοίξει. Μέσα στο κουτί, υπήρχαν μικρά φακελάκια σε σχήμα πυραμίδας κι
ένα περιεχόμενο σαν μπουκετάκι αποξηραμένα λουλούδια που ευώδιαζε.
Το
έκλεισε αμέσως για να μην εξατμιστεί το άρωμα, πράγμα που δεν παραδέχτηκε ποτέ.
Είπε απλώς, «καλά, ευχαριστώ, αλλά δεν είμαι γω για αφεψήματα». Κι αμέσως
παρήγγειλε το αγαπημένο του ουίσκυ μ’ ένα βαρύ νεύμα, παραμερίζοντας συγχρόνως
το κουτάκι.
Έφτασε
στο σπίτι που ήταν το επίκεντρο του τέλματός του, λίγο πριν τα χαράματα. Παντού
γύρω, πτώματα από τσιγάρα. Για να σκεφτεί αν θα έβγαζε τα παπούτσια του, μπορεί
να περνούσε και μισή ώρα. Οπότε για να βράσει νερό για τσάι, ούτε λόγος. Πήρε
στα χέρια του το ξύλινο κουτάκι κι άρχισε να το ζυγίζει. Ο ήχος από τα
φακελάκια του τσαγιού έμοιαζε με φτέρωμα πουλιού την ώρα που μαθαίνει να
πετάξει. Ύστερα, δοκίμασε τον ήχο του ξύλου χτυπώντας ρυθμικά την επιφάνειά του
με τις αρθρώσεις των λυγισμένων του δαχτύλων. Θυμήθηκε τα ταξίδια του στην
Αφρική, που περνούσαν μέρες ολόκληρες χωρίς ν’ ανταλλάξει ούτε μια λέξη.
Αποκοιμήθηκε όπως ήταν, με τα ρούχα, τα παπούτσια, τη σβησμένη γόπα στο στόμα
και το ξύλινο κουτάκι του τσαγιού μέσα στο χέρι αγκαλιασμένο και τόσο καλά
εφαρμοσμένο, έτσι ώστε τ’ αυλάκια της μοίρας στην παλάμη του, είχαν γεμίσει εντελώς
από το ξύλο.
Ξύπνησε
με άσπρα χείλη και τη γεύση της σκουριάς. Μετά από ώρα, ξέθαψε επιτέλους ένα
μπρίκι μέσα απ’ τη στοίβα των απλύτων κι άρχισε να ζεσταίνει νερό. Πήρε μια
κούπα αγορασμένη από κείνη την πόλη που τη μουσκεύει η μεσόγειος κι άνοιξε το
κουτάκι. Ήταν σα μαγικό κουτί μουσικής που όμως έκανε ησυχία. Μέχρι να γίνει το
νερό, είχε διαλέξει το φακελάκι του: το έπιασε και το ανέσυρε από την τετράγωνη
ταμπελίτσα του. Ήταν το φακελάκι που βρισκόταν στο κέντρο και στον πάτο του
κουτιού, κάτω από όλα τα άλλα, αυτό που κατά πάσα πιθανότητα, θα
χρησιμοποιούνταν από οποιονδήποτε άλλον, τελευταίο. Το κρατούσε από την
ταμπελίτσα του και το παρακολουθούσε να κάνει κούνια, κρεμάμενο απ’ το σπάγκο
του. Τού άρεσε να παίζει, να επιβάλλεται, να δαγκώνει τα χείλη και να παρακολουθεί
τα παιχνίδια του να κάνουν κούνια.
Άδειασε
το νερό στην κεραμική κούπα, σχεδόν μέχρι το χείλος. Το φακελάκι, στο έλεος των
χεριών του, ταλαντευόταν τώρα πάνω απ’ τον ατμό, αναδύοντας το άρωμά του.
Όντως: άρωμα λεπτό μα και βαρύ. Ερεθιστικό. Διαφορετικό. Γυναικείο.
Το
ταξίδι πάνω στην επιφάνεια του βραστού νερού, άρχισε, αφήνοντας πίσω του μικρά
ίχνη, τα οποία ωστόσο, δεν έσβηναν. Μερικά ανθάκια άρχισαν να πλέουν στο νερό
χωρίς να ξέρουν πού πηγαίναν, σα νούφαρα.
Οι
κινήσεις του ήταν απαλές, στοργικές, σχεδόν υπνωτιστικές, κι ο χρόνος δεν
υπήρχε. Υπήρχε μόνον εκείνος και το τσάι σε φακελάκι-πυραμίδα. Η πυραμίδα της
ερήμου του. Μα εκείνος ήθελε αίνιγμα και όχι πυραμίδα. Το παιχνίδι του όμως
ήταν πολύ υπάκουο και δεν του δημιουργούσε καμία απορία. Ντελικάτο αλλά
προβλέψιμο. Ευωδιαστό αλλά πειθήνιο. Με δύναμη τότε και ορμή, που τόση δεν
χρειαζόταν, έδωσε μια στο φακελάκι και το’ στειλε στον πάτο. Στην αρχή εκείνο
γουργούριζε στέλνοντας δεκάδες φυσαλίδες τη μια μετά την άλλη στην επιφάνεια,
σα γυναίκα που πριν και μετά τον έρωτα νιώθει τις ορμόνες της να κοχλάζουν. Έπειτα
άρχισε να το κινεί πέρα δώθε μανιασμένα κρατώντας το πάντα από το τετράγωνο
ταμπελάκι, μέχρι που κάποια στιγμή, οι φυσαλίδες σταμάτησαν, το υγρό ηρέμησε κι
εκείνος δεν ήξερε πια τι να κάνει τον εαυτό του, σάμπως μόλις να είχε πνίξει
κάποιον κρατώντας τον απ’ τον αυχένα μέσα σε μια λίμνη.
Άρπαξε
τότε το αχνιστό φακελάκι και άρχισε να το ξεσκίζει με λύσσα. Έμοιαζε σαν μικρός
σάκος με εντόσθια λουλουδιού κι εκείνος με μεγάλο σάκο με εντόσθια ζώου. Για
πρώτη φορά, δεν βρήκε καμιά ικανοποίηση στην καταστροφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου