ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ
Είναι μεσημέρι.
Στο αστικό λεωφορείο Α που πραγματοποιεί
τη διαδρομή από τη συνοικία Β στη συνοικία Γ της πόλης Δ, βρίσκεται και ο Ε.
Ρίχνει γύρω του λοξές ματιές από σκουριασμένο ξυράφι. Ένα τρέμουλο τον διαπερνά
κατά διαστήματα. Και οι οκτώ ενώσεις των δαχτύλων του ιδρωμένες. Πρόσωπο
αποχρωματισμένο. Στόμα γραμμή. Ντελίριο.
Οι συνεπιβάτες του δεν αντιλαμβάνονται το
παραμικρό τι. Έχουν όλοι ανεξαιρέτως αυτό το βλέμμα το λεωφορειακό. Το της
διεκπεραίωσης. Με ένα αδιόρατο ίχνος κούρασης μα και ικανοποίησης που η μέρα
τους τελείωσε χωρίς απρόοπτα και η μεταφορά τους εκτελείται κανονικά.
Ο Ε όσο περνά η ώρα, χειροτερεύει. Τα
δέντρα, τα κτήρια, οι γέφυρες, οι φωτεινοί σηματοδότες, τα οχήματα, οι
μονολεκτικές αφίσες εκείνης της οργάνωσης, οι λωρίδες κυκλοφορίας, όλα όσα πατά
ή προσπερνά το λεωφορείο Α κατά την πορεία του, φαντάζουν φρενιασμένα. Κάνει να
πλησιάσει προς την μεσαία θύρα εξόδου του λεωφορείου δίνοντας την εντύπωση ότι
θα αποβιβασθεί, μα γυρίζει ξανά στη θέση του πισωπατώντας. Τα χέρια του
γραπωμένα μόνιμα στο σίδερο στήριξης που βρίσκεται στα δεξιά του, έχουν γίνει
μπλε. Ξανακάθεται. Δαγκώνει τη γλώσσα του να βεβαιωθεί ότι είναι εκεί. Βλέπει
τις χειρολαβές να εκτελούν την τροχιά του εκκρεμούς και βλέπει το τέλος.
Στην επόμενη στάση, μπουκάρουν δυο κύριοι:
ο Ζ και ο Η. Χαρακτηριστική μπλε στολή, χαρακτηριστικό καρτελάκι στο μέρος της
καρδιάς. Ο έλεγχος των εισιτηρίων ξεκινά ταυτόχρονα από τις δύο άκρες του
λεωφορείου με κατεύθυνση προς το κέντρο του. Παρατηρώ τον Ε επί τούτου. Είναι
σε απόγνωση. Κοιτά σαν με μάτια δανεικά, χωρίς να αναγνωρίζει. Οι ελεγκτές
βρίσκονται ήδη από πάνω του. Τα κουμπιά της στολής τους σχεδόν αγγίζουν τα
τσίνορά του. Σηκώνεται όρθιος και κρατά το μέτωπό του. Οι Ζ και Η είναι
ευγενείς μαζί του. Τους ακολουθεί σχεδόν ανακουφισμένος έξω από το λεωφορείο.
Ταυτόχρονα, βγαίνω κι εγώ, από την πίσω πόρτα. Πλησιάζω με κάποια προφύλαξη την
τριάδα. Ο Ε ψελλίζει συνέχεια την αρχή μιας φράσης που έχει ως εξής «Εγώ
δεν……..».
Την επομένη διεξάγεται η δίκη. Είμαστε
στην αίθουσα του ακροατηρίου με τον Ε απ’ το πρωί. Ανεβαίνουν στην έδρα οι
δικαστές, κάνω νεύμα στον Ε να εγερθεί. Δεν έχω καλέσει κανέναν μάρτυρα: θα
καταθέσω ίδια. Ο
Ε αντιμετωπίζει την κατηγορία της εκ προθέσεως, επανειλημμένης και καθ’ έξη μη
καταβολής του αντιτίμου μεταφοράς, μολονότι κάνει καθημερινή χρήση των μέσων
μαζικής μεταφοράς. Ακολουθείται
η προβλεπόμενη διαδικασία. Γίνονται οι απαραίτητες ερωτήσεις. Για πρώτη φορά
βάζω το χέρι μου στην προστατευτική διαφάνεια του ευαγγελίου. Η ακρόαση
ολοκληρώνεται. Ο εισαγγελέας προτείνει την καταδίκη του Ε όπως κατηγορείται.
Ξεκινάω
την αγόρευσή μου χωρίς να με ακούω.
Από
το γενικό, στο ειδικό, και πάλι πίσω στο γενικό. Πλέκω και ξεπλέκω την κοτσίδα.
Αρχίζω
από το γεγονός ότι τα μέσα μαζικής μεταφοράς προορίζονται για να μεταφέρουν
τους επιβάτες που θέλουν να μεταφερθούν από έναν τόπο σε έναν άλλον τόπο. Από
συγκεκριμένο τόπο σε συγκεκριμένο τόπο. Συνεπώς και εξ αντιδιαστολής, άνθρωποι
που τα χρησιμοποιούν, χωρίς να τους απασχολεί ο προορισμός, χωρίς να επιθυμούν
να μεταφερθούν κάπου συγκεκριμένα, θα πρέπει να εξαιρούνται της υποχρεώσεώς
τους να καταβάλλουν το αντίτιμο του εισιτηρίου. Τέτοιες περιπτώσεις ενδεικτικά,
θα μπορούσαν ίσως να αποτελούν άνθρωποι οι οποίοι καταφεύγουν σε ένα μέσο
μεταφοράς για να μείνουν μόνοι με τον εαυτό τους και τις σκέψεις τους, οι
καλλιτέχνες ενδεχομένως, που συχνά επιβιβάζονται σε τρένα ή πλοία, μόνον και
μόνον για την έμπνευση ή για να γλιτώσουν από μια καταδίωξη: αυτή των δαιμόνων
τους. Σίγουρα πάντως, στις εξαιρέσεις της υποχρέωσης πληρωμής της καθ’
οιονδήποτε τρόπο μεταφοράς, θα έπρεπε να συγκαταλεχθούν οι άνθρωποι οι οποίοι
πάσχουν από κρίσεις πανικού και αγοραφοβία και οι οποίοι χρησιμοποιούν τα μέσα
μεταφοράς ως ‘άσκηση έκθεσης’, ως θεραπεία.
«Αντιλαμβάνομαι
ότι κάτι τέτοιο τις περισσότερες φορές, θα είναι δύσκολο να κριθεί, να
διαπιστωθεί και να αποδειχθεί στην πράξη. Ακόμη δηλαδή και αν θεσμοθετούνταν η
εν λόγω κατ’ εμέ δικαιότατη εξαίρεση, θα ήταν πάντα προς απόδειξη το ποιος και
υπό ποιες συνθήκες όντως χρησιμοποιεί το μέσο μεταφοράς, όχι για τον σκοπό για
τον όποιον προορίζεται, αλλά για κάποιον άλλο λόγο, είτε μεταξύ των
προαναφερθέντων, είτε για κάποιον σκοπό, που όμως εκφεύγει της στρίκτο σένσου
λειτουργίας και σκοπιμότητας των μέσων μαζικής μεταφοράς. Στην προκειμένη
περίπτωση ωστόσο, με πλήρη επίγνωση των συνεπειών που θα επέσυρε τυχόν ψευδής
μαρτυρία μου, κατέθεσα ενόρκως ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος και εντολέας μου, ο
Ε, χθες, 43 του μηνός του τρέχοντος έτους και εντός του λεωφορείου Α, το οποίο
εκτελούσε τη διαδρομή από τη συνοικία Β στη συνοικία Γ, πρόδηλα, υπέβαλλε τον
εαυτό του σε μία δοκιμασία. Μία δοκιμασία, επιβεβλημένη από την ανάγκη να
επανενταχθεί στον κόσμο. Έναν κόσμο που σε αποβάλλει αν δεν μπορείς να
χρησιμοποιήσεις με άνεση το λεωφορείο».
Ο
Ε αθωώθηκε παμψηφεί.
Δεν
με χαιρέτησε καν.
Πήδηξε στο πρώτο λεωφορείο, ακύρωσε
εισιτήριο και έπιασε θέση παράθυρο να χαζεύει έξω. Με ηδονή ανάπνεε τη σκόνη
απ’ το κιτρινισμένο κουρτινάκι.
Εγώ
από τότε, μόνη μου στα παγκάκια των δικαστηρίων, καπνίζω ένα τσιγάρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου