Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012


Grinder

Δεν είναι δυνατόν…πώς θα μιλήσω τώρα…πώς θα τους το πω; Πώς θα τους πω ότι θέλω επειγόντως λίγο νερό; Πώς θα το πω…Στη γλώσσα μου έχουν φυτρώσει τρίχες, έχω ένα ολόκληρο πουλόβερ στη γλώσσα μου…πώς θα πω στους συγκατοίκους μου ότι χρειάζομαι νερό; Ότι μάλλιασε η γλώσσα μου και μου γαργαλά τον ουρανίσκο; Μήπως αν έβγαζα κραυγές; Μήπως αν δοκίμαζα με κραυγές και νοήματα; Αυτό είναι! Φωνάζω και δείχνω το μάλλινο στόμα μου! Δεν μ’ ακούει κανείς. Ούτε με βλέπει. Γελάνε και κυλιούνται, κάτω, στο πάτωμα από αμίαντο. Γελάνε και κάτι δείχνουν στο κενό, κρατάνε την κοιλιά τους απ’ τα γέλια. Θέλω να τους σκοτώσω. Αν άναβα το φως; Αν άναβα το φως και βλέπανε τις τρίχες στη γλώσσα μου; Μήπως τότε σταματούσαν; Μήπως καταλάβαιναν ότι δεν μπορώ να μιλήσω κι ότι χρειάζομαι νερό; Αυτό θα κάνω, ναι! Λίγο ακόμη και τον φτάνω το διακόπτη. Αρχίζω πάλι να φωνάζω, αυτή τη φορά με φως αλλά χωρίς καμία διαφορά, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Φωνάζω μέσα από μία μπουρού. Χωρίς σύμφωνα. Με την ελληνική μου γλώσσα γεμάτη τρίχες. Οι υπόλοιποι σταθερά στα πατώματα, να κρώζουν, να γελούν, να κλαίνε από τα γέλια. Βγάζω έξω τη γλώσσα μου να δουν την τριχοφυΐα της, το μαύρο της δάσος. Τίποτα. Κάποια στιγμή, το πρόσεξε κάποιος, κι έπαψε να δείχνει το κενό. Άρχισε να δείχνει εμένα. Ανακουφίστηκα. Πού να φανταστώ ότι με έδειχνε κι ότι δευτερόλεπτα μόλις μετά, θα γελούσε, αυτή τη φορά με το δικό μου θέαμα. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι το τόσο αστείο είχε μια γλώσσα με μαλλιά. Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει μα έχει μαλλιά. Μπορεί αυτό να σκέφτηκε και να γελούσε. Σε λίγο μαζεύτηκαν όλοι από πάνω μου σα χειρουργοί κι εγώ τους έδειχνα τη γλώσσα μου που εκτός από μαλλιαρή είχε μακρύνει κι η άκρη της είχε γίνει ποντερή. Μα εκείνοι μιλούσαν άλλη γλώσσα και ξαφνικά σοβάρεψαν. Κάποιος σύρθηκε ως την κουζίνα και επιτέλους μου έφερε νερό. Η γλώσσα μου ήταν αρκετά μακριά ώστε να μπορέσω να πιω άνετα μέσ’ απ’ τον κόκκινο κουβά του σφουγγαρίσματος. Έπινα, έπινα το σάπιο νερό, έπινα και δεν ξεδιψούσα. Αλλά η γλώσσα μου…η γλώσσα μου. Η εικόνα του Άη- Γιώργη στην κρεβατοκάμαρα της γιαγιάς μου. Ο Άη- Γιώργης χώνει το δόρυ του στη μακριά γλώσσα του θεριού.  Αν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου, ίσως πήγαινα σε λίγο στον καθρέφτη του μπάνιου, να τη βγάλω έξω και να δω. Αλλά ποιος πήγαινε ως το μπάνιο; Μόνο αν ήμουν το θεριό. Τα γέλια ακούγονταν και πάλι, πιο δυνατά, πιο μπερδεμένα, σαν μέσα από κλιμακοστάσιο. Δεν ήξερα τι να κάνω το κεφάλι μου. Αποφάσισα να δοκιμάσω να πάω στο μπάνιο. Έπεσα λοιπόν στα τέσσερα κι άρχισα: ίδιο χέρι, ίδιο πόδι. Σαν καμήλα. Οι συγκάτοικοι κάποια στιγμή με πήραν είδηση κι άρχισαν να χτυπούν με τις ανοιχτές παλάμες τους τον αμίαντο απ’ τα γέλια. Δεν καταλάβαινα προς τι. Εκείνοι δεν πήγαιναν ποτέ στο μπάνιο; Φοβήθηκα ότι κάποιος μπορεί να καθόταν στη θέση ανάμεσα στις καμπούρες μου. Με ακολούθησε η συγκάτοικος που ήταν η λιγότερο τρομακτική. Έξω από την κλειστή πόρτα του μπάνιου, τεντωνόμουν να φτάσω το πόμολο. Σαν χιμπατζής αυτή τη φορά, πρώτα με το ένα, μετά με το άλλο χέρι, προσπαθούσα να κρεμαστώ απ’ το κρύο μέταλλο λες κι ήτανε μπανάνα. Μάταια. Η λιγότερο τρομακτική συγκάτοικος στεκόταν ώρα πολλή από πάνω μου. Ίσως να πέρασαν δύο ή τρείς ώρες προτού κάνει την κίνηση. Στο τέλος άνοιξε την πόρτα, μα δεν άναψε το φως. Ούρλιαζα ότι ήθελα το φως. Στη γλώσσα μου. Ήμουν η μητέρα μου. Όταν κοιτάχτηκα στον καθρέφτη ήμουν η μητέρα μου. Με το γωνιώδες πρόσωπό της, τα λεπτά της φρύδια, τα πυκνά μαλλιά. Την ελαφρά ειρωνεία στην ένωση των χειλιών. Κρατούσα το νιπτήρα κι ήμουν ακόμη η μάνα μου. Έριξα νερό στο πρόσωπό μου. Η μάνα μου. Το περίγραμμα του καθρέφτη ήταν η κορνίζα της φωτογραφίας της που ήμουν εγώ. Άρχισα να τρέμω. Το θέμα δεν ήταν η γλώσσα μου ήταν η μάνα μου. Θέλησα να κάνω την ανάγκη μου. Κατεπειγόντως έπρεπε να κάνω την ανάγκη μου. Πώς θα μπορούσα ν’ αντέξω μέχρι να κατεβάσω το παντελόνι μου; Παίρνει συνήθως βδομάδες ίσως και μήνες να ξεκουμπωθεί ένα παντελόνι. Κι έπειτα; Έπειτα, πώς θα καθόμουν στη λεκάνη της τουαλέτας χωρίς ζώνη ασφαλείας; Αυτή η σβούρα μέσα μου φταίει για όλα, αυτή η σβούρα, που περιστρέφεται με το δικό της ιλιγγιώδη ρυθμό. Έξω όλα σέρνονται και αργούν και μέσα μου δεν προλαβαίνω. Αρχίζω να χτυπάω την πεντάνοιχτη πόρτα της τουαλέτας. Δεν ανοίγει κανείς. Κανείς δεν θα μου κατεβάσει το παντελόνι ούτε θα μου φορέσει τη ζώνη ασφαλείας. Όλα μόνη μου. Πάντα μόνη μου. Είμαι η μάνα μου και είμαι μόνη μου και κατουριέμαι και δεν έχω κανέναν να μου κατεβάσει το παντελόνι ή να μου φορέσει τη ζώνη ασφαλείας. Σηκώνω το πεσμένο κεφάλι της μάνας μου και τους βλέπω, όλους συνωστισμένους σα ρέγγες στην είσοδο της τουαλέτας να με κοιτούν. Κι αδράχνω την ευκαιρία: “Guuuuuyyyyyyyyyyzzzzzzz! The seat belt! The seat belt, please! Will you fasten my seat belt?” Κι ήταν τότε που άκουσα ανάμεσα στα γέλια του κλιμακοστασίου και τη δευτέρα παρουσία που γινόταν μέσα μου… Ήταν τότε που άκουσα τον πιο έμπειρο από τους συγκατοίκους, τον μεξικανό, να λέει κουνώντας πάνω κάτω το κίτρινο πρόσωπό του: «the grinder…»…Αυτό ήταν. Ο μύλος. Ο μύλος δεν είχε αλέσει καλά το χόρτο κι έτσι το φάγαμε αμάσητο.      

   

1 σχόλιο:

  1. Ω! Παναγία μου!! Very Bad Trip.. Ολοζώντανο! Μ' έβαλες και το 'ζησα. Ξεράθηκε ο καταπέτης μου Πάω ν' ανοίξω μια μπύρα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή