Ο
ΓΚΡΕΜΙΣΤΗΣ
Ανεβαίνοντας
την Ακαδημίας, τον είδα να λιάζεται όπως πάντα στη μαρμάρινη πολυθρόνα του,
σταυροπόδι, και με την τσάκιση του παντελονιού του στην εντέλεια. Για τέντες
είχε τα δυο του φρύδια. Το κεφάλι του ελαφρά κεκλιμένο αριστερά κι η ανάστροφη
της παλάμης του να κρατάει κόντρα στον κρόταφό του. Άντρας παλιάς κοπής.
Μόλις
έφτασα ακριβώς μπροστά του, μου λέει με το σίγμα του που είναι λες και περνά
μέσ’ από πευκοβελόνες: «Έχεις ένα τσιγάρο;», «κάνω καπνό», του λέω, «δεν
πειράζει», απάντησε, «αρκεί να μου στρίψεις».
Του
έφτιαξα ένα τσιγάρο όπως του αρέσει, με μπόλικο καπνό και όχι πολύ σφιχτό, να
το ευχαριστηθεί, και του το έβαλα στο στόμα. Το άναψα, κι εκείνος ρούφηξε τη
νικοτίνη ως τα νύχια.
«Βαριέμαι»,
μου λέει, εκπνέοντας δυο στήλες πυκνό καπνό απ’ τα ρουθούνια. «Δε φαντάζεσαι
πόσο βαριέμαι. Πού’ ν’ οι εποχές που κάναμε τις πλάκες μας; Μετά τις λόγιες
συναντήσεις με τους άλλους, τότε άρχιζε το πανηγύρι. Βόλτες με τα πόδια απ’ τη
μια άκρη της Αθήνας στην άλλη, ξεφωνίζοντας και κλωτσώντας ένα τενεκεδάκι. Δεν
ξέρω, σου ακούγομαι γραφικός;»
«Όχι ρε
παιδί μου», του λέω, «τι γραφικός».
«Καλημέρα,
Κωστή!», μας διέκοψε ένας περαστικός. Ο Κωστής ένευσε ράθυμα με το κεφάλι του.
«Κάθομαι
τώρα εδώ, μετράω τις τρίχες απ’ το μούσι μου και προσθέτω τα νούμερα απ’ τις
πινακίδες των αυτοκινήτων: αν το άθροισμα βγει ζυγό, σκούρα τα πράματα. Αν βγει
μονό, θα πάει καλά η μέρα. Μια προκατάληψη είναι που την έχω από παιδί. Εσύ,
πώς τα πας; Κάνα νέο;»
«Τίποτα,
μια απ’ τα ίδια κι εγώ. Περιμένω να μου πέσουν τα δόντια!»
Γελάσαμε
κι οι δύο βροντερά. Τον πλησίασα, του’ κανα ένα φιλικό κεφαλοκλίδωμα και τον
χτύπησα μετά στην πλάτη.
«Άστ’
αυτά και λέγε», συνέχισε, «κανένα νέο; Καμιά γυναίκα εννοώ, δε με νοιάζει η
οδοντοστοιχία σου!»
«Ποια γυναίκα
βρε Κωστή, ποια γυναίκα. Το ρεύμα φοβάμαι μη μου κόψουν. Δεν έχω μυαλό για
έρωτες».
«Δεν σε
καταλαβαίνω ώρες ώρες, τι να το κάνεις το ρεύμα; Υπάρχει ο ήλιος, το φεγγάρι,
το κερί- ένα κι ένα για τον έρωτα», είπε και στο στόμα του διαγράφηκε ένα τριγωνικό
χαμόγελο.
«Λες;»
«Βρε
άκου που σου λέω! Στρίψε μου άλλο ένα!» είπε κι έκανε μια κίνηση προς τα εμπρός
με το σαγόνι που αν την προέκτεινες, θα κατέληγε ακριβώς στο σακουλάκι με το
ταμπάκο.
Έστριψα
και το δεύτερο, του το’ βαλα στο στόμα, το άναψα.
«Δε μου
λες», του λέω, «να σου σβήσω αυτό το ‘ΒΙΑ ΟΧΙ ΕΞΕΓΕΡΣΗ’»;
«Να’ τ’
αφήσεις εκεί που είναι! Εκτός του ότι θυμίζει δελφικό χρησμό, σπάσει και την
ασπρίλα!»
«Όπως
νομίζεις, Κωστή!..όπως νομίζεις», είπα, τον χαιρέτησα και κίνησα να φύγω.
Εκείνος
δε μου απάντησε. Αντ’ αυτού άρχισε να μουρμουρίζει, ανάμεσα στις κόρνες των
αυτοκινήτων και στις σειρήνες των ασθενοφόρων, με το σίγμα του που είναι λες
και περνά μέσ’ από πευκοβελόνες:
«Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ’
εγώ κι ο κτίστης, ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης. Και θέλει
και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι. Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου
αστέρι. Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας, πάντα κοιτάζω προς
το φως το απόμακρο της μέρας, εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης,
του μακρεμένου αγναντευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης και με το καριοφίλι μου
και με…»…
Χίλια λάικς... :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΜΠΡΑΒΟ βρε Κατερίνα!! Για άλλη μια φορά υποκλίνομαι και ασπάζομαι το καλλιγραφότατο χέρι σου. Τον φαντάζεσαι τον ταλαίπωρο τι τραβάει τώρα με τα προεκλογικά; Θα πάω αύριο το πρωί να του κάνω λίγη παρέα.
ΑπάντησηΔιαγραφή