Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΚΑΤΑ

Τελικά πήγα.
Πήρα το πλοίο της γραμμής και πήγα.
Το νησί ήταν υποβαθμισμένο και το Πανεπιστήμιο είχε μέτρια φήμη. Οτιδήποτε ωστόσο μετρίου φήμης με έκανε ανέκαθεν να νιώθω πιο άνετα και συχνά αποδεικνυόταν πάνω από τις προσδοκίες μου. Ίσως ήταν σημαντικό για μένα να έχω μια αίσθηση υπεροχής. Κυρίως όμως, ήθελα οπωσδήποτε να παρευρεθώ, έστω μια φορά στη ζωή μου, σε σεμινάριο του Καθηγητή, ο οποίος, άγνωστο για ποιους λόγους, είχε επιλέξει να το πραγματοποιήσει στο συγκεκριμένο και όχι σε κάποιο άλλο, πιο αποδεκτό ή έστω πιο προσβάσιμο, Πανεπιστήμιο.
Τα δρομολόγια από την πόλη προς το νησί ήταν εξαιρετικά αραιά: μόλις δύο φορές το μήνα μπορούσε κανείς να ταξιδέψει από και προς τον τόπο αυτόν.
Με το που κατέβηκα στην προβλήτα, έπειτα από ολιγόωρο ταξίδι, σμήνη λευκών πουλιών που έμοιαζαν με μικρούς ιπτάμενους κύκνους, με κύκλωσαν και θόλωσαν το τοπίο. Δεν μπορούσα να δω απέναντι και έπρεπε οπωσδήποτε να το κάνω για να προσανατολιστώ. Απ’ ό, τι είχα ενημερωθεί από το πρόγραμμα του σεμιναρίου που μου είχε σταλεί ηλεκτρονικά, η επιγραφή του Πανεπιστημίου διακρινόταν υπό κανονικές συνθήκες από το λιμάνι, όχι όμως όταν τύχαινε να κάνει την εμφάνισή του το λεφούσι των πουλιών, πληροφορία την οποία είχα αντιπαρέλθει και πάντως σίγουρα υποτιμήσει.
Στην αρχή χαμογέλασα με το θέαμα, σκέφτηκα μάλιστα να τραβήξω φωτογραφίες, αλλά το φαινόμενο άρχισε να γίνεται ενοχλητικό, καθώς η ώρα περνούσε, η ορατότητα παρέμενε εμποδιζόμενη και τα πράγματά μου (λάπτοπ, βιβλία, σημειωματάρια κλπ), άρχιζαν να μου βαραίνουν τις κλειδώσεις. Στο μεταξύ, πλησίαζε και η ώρα του σεμιναρίου και δεν είχα περιθώρια.
Προσπάθησα να συνεννοηθώ με ορισμένους ντόπιους, ψαράδες ως επί το πλείστον, αλλά τα κρωξίματα των πουλιών και τα απότομα φτερουγίσματά τους, δυσχέραιναν την επικοινωνία, οι δε ψαράδες που πίστευαν πως έπιαναν μιλώντας μου λαβράκι στεριανό, έχαναν τα λόγια τους μετά την απεύθυνσή μου σε αυτούς κι ακόμη κι αν υποθέσουμε πως ήξεραν κατά πού έπεφτε το Πανεπιστήμιο, για το οποίο πολύ αμφιβάλλω, από τη σαστιμάρα τους κι απ’ όσο μπορούσα ν’ ακούσω, μου έδιναν αντιφατικές μεταξύ τους οδηγίες για το πώς να φτάσω εκεί.
Άφησα να με οδηγήσει εν τέλει η διαίσθησή μου, στην οποία μεγαλώνοντας είχα βαθμιαία αρχίσει να δίνω περισσότερη σημασία. Έπεσα έξω: το Πανεπιστήμιο βρισκόταν στα δεξιά σε σχέση με το λιμάνι, ενώ εγώ είχα πάρει την αντίθετη κατεύθυνση, της καρδιάς.
Τα πουλιά εξακολουθούσαν να πετούν, σε αφύσικα χαμηλό ύψος, φτερουγίζοντας ανάμεσα στις μύτες και μέσα στα μαλλιά των λιγοστών κατοίκων του νησιού, μόνο που πλέον, τα είχα πίσω μου.
Το σεμινάριο έγινε σε ένα κατ’ ευφημισμό αμφιθέατρο, αφού, επιγραφόταν μεν ως τέτοιο, χωρίς ωστόσο να παρουσιάζει την παραμικρή κλίση, με αποτέλεσμα να θυμίζει σχολική τάξη, και βασίστηκε στο βιβλίο του Καθηγητή, ‘La Chatte’, το οποίο υπέγραφε με γυναικείο ψευδώνυμο.
Τα κρίσιμα σε σχέση με τις ανάγκες και τους σκοπούς του σεμιναρίου χωρία διαβάστηκαν από τον ίδιο, ο οποίος, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν έπαιρνε καθόλου ανάσα για σελίδες ολόκληρες, εάν το νόημα και η ροή του κειμένου δεν το επέτρεπαν.
Στο τέλος της παρουσίασης, λίγο πριν τα καθιερωμένα ‘συμπεράσματα’ της ημερίδας, κοίταξα για πρώτη φορά γύρω μου, και διαπίστωσα ότι το ακροατήριο αποτελούνταν αποκλειστικά από άντρες, μέσης ηλικίας.
Το πρόγραμμα τελικά, δεν τηρήθηκε κατά γράμμα και, αντί για συμπεράσματα, ο Καθηγητής, μάς ενθάρρυνε να συντάξουμε μια σύντομη μονογραφία σχετική με την παρουσίαση που είχε προηγηθεί, εκθέτοντας άλλες πιθανές εκδοχές αρχής ή τέλους του βιβλίου του και τις σκέψεις μας εν γένει σχετικά με το έργο του.
Σαν κεραυνοβολημένη, άρχισα να γράφω επί τόπου, χωρίς ν’ αφήσω τα δάχτυλά μου ούτε στιγμή να ανασάνουν. Όπως πρωτύτερα είχε ο ίδιος κάνει διαβάζοντας τα κείμενά του: όπως είχε διαβάσει εκείνος, εγώ έγραφα.
Οι μεσήλικες, ένιωθα να με κοιτούν σαρκαστικά, καθώς αποχωρούσαν από την αίθουσα κάνοντας τα ξύλινα έδρανα να κλείνουν με πάταγο. Αδημονούσαν να δοκιμάσουν παστό ψάρι, τη συνοδεία του τοπικού ποτού. Ενός ποτού λευκού, που μύριζε γλυκάνισο, όπως είχα ακούσει να λένε πριν την έναρξη του σεμιναρίου, και που σε έκανε στο δεύτερο ποτήρι να φλασάρεις επί τόπου.
Μέσα σε λίγα λεπτά, είχα ολοκληρώσει την εργασία μου, η οποία ήταν κάθετα χτισμένη στα θεμέλια του βιβλίου του Καθηγητή. Βιδωμένη και τεκμηριωμένη, ακόμη και ως προς την στίξη και την παραγραφοποίησή της. Μπετόν αρμέ. Δεν την διάβασα καν.
Βγήκα τρέχοντας από την αίθουσα κραδαίνοντάς την, κάνοντας κι εγώ το έδρανό μου να κλείσει με πάταγο, κι άρχισα να ψάχνω για την θυρίδα που είχε ορισθεί ως θυρίδα του Καθηγητή. Διασχίζοντας τους διαδρόμους του Πανεπιστημίου, έβλεπα απ’ τα παράθυρα παράλληλα με μένα, μερικά απ’ τα πουλιά, γιατί τα παράθυρα ήταν ψηλά, ενώ τα περισσότερα πουλιά πετούσαν χαμηλά.
Οι διοικητικές υπηρεσίες του Ιδρύματος, όπως πληροφορήθηκα από μια ταμπέλα στο τέλος του διαδρόμου όπου βρισκόμουν, στεγάζονταν στο απέναντι κτήριο. Υπήρχε και μια μακέτα με κατόψεις και βέλη για πληρέστερη καθοδήγηση. Με το που βγήκα στο προαύλιο, που ουσιαστικά ήταν ένας τυφλός χώρος ανάμεσα στα κτήρια του Πανεπιστημίου, τα πουλιά όρμησαν πάνω μου, λες και δεν κρατούσα χαρτιά αλλά σουσαμένια κουλούρια. Φτεροκοπούσαν τόσο έντονα που άρχισαν να μαδάνε κι έμοιαζε να χιονίζει τεχνητά σε παράσταση κλασικού μπαλέτου ή σαν κάποιος από ψηλά να τίναζε μαχαιρωμένα μαξιλάρια.
Κάποια στιγμή, λίγο πριν φτάσω κοντανασαίνοντας στο κτήριο όπου θα παρέδιδα την εργασία και στη συνέχεια θα αναχωρούσα με το πλοίο το οποίο είχε αγκυροβολήσει και περίμενε κατ’ εξαίρεση τους σεμιναριακούς για να μας γυρίσει στην πόλη, ένα από τα πουλιά κουτσούλισε πάνω στα έγγραφά μου. Μια στάμπα φαιοπράσινη κάλυψε την κεντρικότερη παράγραφο της πρώτης σελίδας, στο σημείο ακριβώς όπου βρισκόταν η ραχοκοκαλιά αλλά και η κορύφωση της ιδέας μου. Δεν είχα χρόνο, δεν είχα χαρτομάντιλα, δεν είχα καμία τύχη: θα υπέβαλλα την εργασία μου χεσμένη. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, οι γραμματείς του Πανεπιστημίου την παρέλαβαν εμφανώς αηδιασμένοι και με διαβεβαίωσαν με χείλη γκρεμούς ότι θα την προωθούσαν στον Καθηγητή. Θυρίδα δεν υπήρχε.
Ήμουν η τελευταία που μπήκε στο πλοίο της επιστροφής. Μέσ’ από τις σταγόνες του παραθύρου της θέσης μου είδα τα στρογγυλά θραύσματα του νησιού αλλά και μερικά πούπουλα ακόμη να αιωρούνται και να καταλήγουν στην επιφάνεια της θάλασσας, σαν κάτι μόλις να τελείωνε.
Λίγες μέρες μετά, δέχτηκα στο διαμέρισμά μου μια συστημένη επιστολή. Αποστολέας ήταν ο Καθηγητής. Έσκισα το φάκελο με μανία και προσοχή κι άρχισα να διαβάζω.
«Το κείμενό σου θα μπορούσε να είναι αραιογραμμένο πάνω στο σινικό τείχος. Αλλιώς, θα έπρεπε να διανέμεται υπό μορφή φέιγ βολάν σε όλα τα χωριά του κόσμου. Υπερβαίνει σε λειτουργικότητα κάθε φαντασία και ταυτόχρονα είναι τόσο απέριττο όσο μια ευθεία γραμμή και αρραγές σαν ένα κομμάτι τζάμι. Λυπάμαι μόνον που δεν μπορώ να το λάβω υπ’ όψη μου, διότι η εμφάνισή του είναι επιεικώς αηδιαστική και άκρως προσβλητική. Με εκτίμηση, Κ..»
Έδωσα όλα τα χρήματα που είχα για να περάσω το μήνα, για να πάρω θαλάσσιο ταξί για το νησί. Μοιράστηκα ευτυχώς το ποσόν με κάποιους που είχαν ταξιδέψει στην πόλη για να νοσηλευτούν και τώρα επέστρεφαν σε αυτό.            
Με το που έφτασα, έδιωξα τα πουλιά με την παλάμη μου σα να’ ταν μύγες, βρέθηκα μ’ ένα σάλτο στο Πανεπιστήμιο και απαίτησα από τις γραμματείς με τα στόματα χαράδρες να συναντήσω το Διευθυντή για να του εξηγήσω τι ακριβώς είχε συμβεί.
Εκείνος με υποδέχτηκε σαν να με περίμενε. Αλλά δεν ήταν μόνος: στο κάθισμα απέναντι ακριβώς απ’ το γραφείο του, καθόταν ένας άντρας με την πλάτη γυρισμένη σε μένα. Μπήκα απευθείας στο θέμα. Άρχισα να διαμαρτύρομαι για τις συνθήκες στο νησί και για το ζήτημα με τα πουλιά εξ αιτίας των οποίων είχε απορριφθεί η εργασία μου και ζήτησα να δώσει ο ίδιος εξηγήσεις στον Καθηγητή για την ιδιορρυθμία του τόπου και την ανεξέλεγκτη κατάσταση με τα πουλιά.
Αφού είπα και είπα και είπα, κάποια στιγμή, ο άντρας που τόση ώρα είχε την πλάτη γυρισμένη, έστρεψε το πρόσωπό του προς εμένα: ήταν ο Καθηγητής. Ήταν ο Καθηγητής, σκασμένος στα γέλια. Έκανε διαρκώς επικύψεις και χτυπούσε τα γόνατά του με τις καμπούρες των χεριών του, τόσο γελούσε.
«Μα, δεσποινίς μου», κατάφερε στο τέλος να αρθρώσει, «δεν καταλάβατε ότι αστειευόμουν; Μα, καθόλου χιούμορ τελοσπάντων; Τι τρέχει με σας τους νέους;»
«Δηλαδή…»…, μόλις που ακούστηκα.
«Δηλαδή, ακριβώς αυτό: δεν θα απέρριπτα ποτέ ένα τέτοιο κείμενο για μια κουτσουλιά!»
«Το λέτε αλήθεια;»
«Μα φυσικά! Το έχω ήδη δώσει για δημοσίευση!»
«Δεν σοβαρολογείτε…»…
«Άντε πάλι…μα και βέβαια σοβαρολογώ! Το έχω ήδη δώσει για δημοσίευση στην τοπική εφημερίδα του νησιού!».   
«Ήσσονος σημασίας θα μου πείτε», πρόσθεσε ο Διευθυντής, «αλλά επειδή η εφημερίδα είναι ακόμη υπό διαμόρφωση και η κατανομή της ύλης δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί, η εργασία σας θα μπει κάτω από τη στήλη με τα δρομολόγια των πλοίων»..

 



1 σχόλιο:

  1. Μετά από στιγμιαίο δισταγμό πήδηξα στο πλοίο πίσω σου και ακολούθησα κατά πόδι την περιπέτεια της χαισμένης εργασίας. Κρυμμένος σε κομφετί από άσπρα πούπουλα, με οδηγό μου το στεριανό λαυράκι, απήλαυσα ηδονοβλεπτικά τη διαδρομή ως το τέλος.
    Έχω σταματήσει τα ταξίδια στα νησιά γιατί έμοιαζαν πια όλα ίδια: Παστό ψάρι τη συνοδεία ποτού με γλυκάνισο. Να που έκανα λάθος…
    Γρηγόρης

    ΑπάντησηΔιαγραφή