Μ. Δευτέρα. Βάζω προσωρινά στο ράφι το Αυτόματο του Σταθόπουλου
συγκλονισμένη από τη λεπτομέρεια ότι λίγες ημέρες πριν, εντελώς συμπτωματικά, είχα
διαπιστώσει από πρώτο χέρι (το δικό μου) πόσο δύσκολο είναι να ουρήσει ένας άνδρας
χωρίς καθόλου να πιτσιλίσει το χείλος της λεκάνης. Κατέβασα το φερμουάρ κι έβγαλα
το πέος του έξω. Ως εδώ, όλα καλά. Όταν όμως άρχισε η ούρηση, έχασα τελείως το
στόχο, εκείνο έκανε σαν σάρκινη μάνικα και τα πλακάκια γίναν χάλια. Στο Αυτόματο
υπάρχει αναφορά σε μια γυναίκα που ήταν άντρας στις ερωτικές της φαντασιώσεις. Πολλές
φορές ο εραστής της, που το είχε αντιληφθεί από την πρώτη στιγμή, την άφηνε να
νιώθει πως ουρούσε εκείνη αντί γι’ αυτόν, στεκόμενη από πίσω του, όρθιος εκείνος
μπροστά στη λεκάνη όταν του ερχόταν η ανάγκη κι αφήνοντας τη γυναίκα να κάνει
από πίσω του όλες τις κινήσεις. Έχω ένα ειδικό ράφι στο οποίο τοποθετώ τα βιβλία
που θα μείνουν εκεί προσωρινά.
Μ. Τρίτη. Διαβάζω κάμποσο
Πρεβέρ σε μετάφραση Γιάννη Βαρβέρη και κάπως ηρεμώ. Ένα σημείωμά μου για το Αυτόματο
αναρτάται στο διαδίκτυο. Πολύ φυσιολογικά, ουδείς νοιάζεται.
Μ. Τετάρτη. Πιάνω το Μάη σ’ ένα ανθοπωλείο της οδού Φιλαρέτου.
Η Φιλαρέτου έχει γίνει πια ο αγαπημένος μου δρόμος. Μαγαζιά στη σειρά με βότανα,
κεριά, φυτώρια κ.ά.. Το παρεκκλήσι του Αγίου Νεκταρίου και τέλος, το δημόσιο
ψυχιατρείο. Στην αίθουσα αναμονής, ένας άντρας με πλαστικό μπουκάλι, πίνει ούρα.
Στα χέρια κρατά μια βέργα ξύλινη σα σκήπτρο. Απαιτεί να δει το γιατρό. Ωρύεται.
Πρέπει να δει το γιατρό να του πει πόσο τον αγαπά. Είναι επείγον.
Μ. Πέμπτη. Στη Φιλαρέτου. Ο ζητιάνος που δεν ελέησα με
φωνάζει να μου πει πως έχει πέσει το μαντήλι μου. Σίγουρη πως με καταριέται,
δεν γυρίζω το κεφάλι μου και προχωράω περιφρονητική και κουρασμένη. Επιμένει.
Ακούω καθαρά το τι μου λέει. Σκύβω και μαζεύω ένα ποτάμι που είχε χυθεί στο δρόμο.
Το περνάω στο λαιμό μου, λέω ευχαριστώ, με χαιρετά.
Λίγο αργότερα, στο
πέμπτο Ευαγγέλιο, δεν αντέχω και βγάζω τις γόβες. Ξυπόλυτη, στέκομαι, νιώθοντας
στις καμάρες μου το πρώην παχύ χαλί της εκκλησίας. Ο κόσμος με σκουντά διαρκώς
καθώς περνά να προσκυνήσει την Αγία Άννα που έχει στο πρόσωπό της χαρακιές. Κάθετες
και λοξές, περίπου πέντε. Έπειτα, η είδηση μιας αυτοκτονίας από πέμπτο όροφο.
Μ. Παρασκευή. Τα πρακτορεία κλειστά. Να μην μπορείς να παίξεις
ούτε ένα στοίχημα ούτε μια κυνοδρομία. Τίποτα. Λουκέτο παντού. Γαμημένα σκυλάκια…
Μ. Σάββατο. Δεν άκουσα το Χριστός Ανέστη. Ο παπάς βγήκε
στο μπαλκόνι μα είχε αφωνία. Λίγο πριν τα χαράματα στη Μακρυγιάννη, ένας με κόκκινο
πουκάμισο φώναζε κάτι για τον Καντάφυ.
Κυριακή Πάσχα. Καμύ, Η Πτώση, σελ. 68- 72, Εκδόσεις Καστανιώτη.
Κι ο φάκελος που περιείχε την ευχή της βασκανίας να γράφει απ’ έξω: «ΑΤΕΛΩΣ-
ΓΡΑΦΗ BRAILLE».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου